Πριν από 1.600 χρόνια ευημερούσες κοινότητες κατοικούσαν στα υψίπεδα της ερήμου Νέγκεβ.
Στην μητρόπολη Ελούσα, κατοικούσαν μερικές χιλιάδες άτομα, πιθανότατα 10.000 έως 15.000, έφτιαξαν όμορφες εκκλησίες και καλλιέργησαν τη γη με δημητριακά, οπωροφόρα δέντρα και κληματαριές. Αναλύοντας τα αρχαία φυτικά υπολείμματα και άλλα αρχαία αντικείμενα, οι ερευνητές κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν πως αναπτύχθηκαν οι κοινωνίες αυτές οικονομικά, αλλά και πως έφτασαν στην παρακμή και την πτώση τους, περίπου στα μέσα του 6ου αιώνα, λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων πολιτικής έντασης, πανδημίας και κλιματικής αλλαγής.
«Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις πως τόσο καιρό μετά ακόμη επηρεαζόμαστε από παρόμοιες προκλήσεις», δήλωσε στην Jerusalem Post ο Ντάνιελ Φακς, εκ των συγγραφέων της έρευνας που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS).
Πρόκληση για τους επιστήμονες ήταν να απαντήσουν πως κατάφεραν οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής να καλλιεργήσουν με επιτυχία σε ένα τόσο ξηρό μέρος.
Ο Φακς εξηγεί ότι οι κοινωνίες αυτές κατάφεραν να αναπτύξουν τη γεωργία τους, αξιοποιώντας το σύνολο του νερού που υπήρχε στην περιοχή μέσω της απορροής, κατευθύνοντάς το δηλαδή από διάφορα σημεία σε τεχνητές λιμνούλες με φράγματα.
«Έτσι μπορούσαν να συλλέξουν νερό από μια περιοχή 20 φορές μεγαλύτερη από τα χωράφια που καλλιεργούσαν», ανέφερε ο Φακς.
Ο ερευνητής σημείωσε ότι σε μια περιοχή όπου ο μέσος όρος βροχόπτωσης εκτιμάται πως φτάνει τα 100 mm ετησίως, οι αρχαίοι αγρότες κατάφερναν να συγκεντρώσουν όγκο νερού που ξεπερνούσε τα 500 mm κάθε χρόνο σε γούρνες, κάτι που τους επέτρεπε να αναπτύξουν διάφορες καλλιέργειες, όπως δημητριακά και σταφύλια.
Η απορροή του νερού τους παρείχε και ένα ακόμη στοιχείο –κλειδί για τη γεωργία, το χώμα, που δεν βρίσκει κανείς εύκολα σε βραχώδεις ερήμους. Για κοπριά, που είναι το τρίτο βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της καλλιέργειας, χρησιμοποιούσαν περιττώματα περιστεριών, όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμοι αρχαίοι περιστερώνες που βρέθηκαν στους οικισμούς.
Οι αγρότες της Νέγκεβ, ήταν και κτηνοτρόφοι, καθώς είχαν στην κατοχή τους πρόβατα και κατσίκες. Στην περιοχή, έχουν επίσης βρεθεί αναρίθμητα ψαροκόκαλα, γεγονός που σύμφωνα με τους ερευνητές αποδεικνύει πως οι κοινότητες αυτές, ανήκαν σε ένα ευρύτερο εμπορικό δίκτυο που εκτεινόταν και πέραν της ερήμου και έκαναν εισαγωγές προϊόντων από άλλα μέρη.
Η παραγωγή του σταφυλιού, δείχνει πολλά στους ερευνητές για να κατανοήσουν την ζωή και την οικονομία των κοινωνιών αυτών.
Εξέτασαν 11 χωματερές σκουπιδιών από τρεις αρχαίους οικισμούς της ερήμου Νεγκέβ.
«Τα σκουπίδια λένε πολλά για εσένα. Στις αρχαίες χωματερές της Νέγκεβ, βρίσκονται τα αρχεία της καθημερινής ζωής των κατοίκων, με τη μορφή των υπολειμμάτων φυτών, ζώων κεραμικών ειδών και άλλα», αναφέρει ο καθηγητής Γκάι Μπαρ-Οζ του Πανεπιστημίου της Χάιφα.΄
Μεταξύ των ευρημάτων είναι ένας τεράστιος αριθμός σταφυλιών.
Όπως εξήγησε ο Φακς, από τις αλαγές που υπήρξαν στην αναλογία της καλλιέργειας δημητριακών με εκείνη των σταφυλιών, οι ερευνητές βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι αμπελώνες αποτελούσαν πηγή κέρδους για τους αρχαίους χωρικούς γι’ αυτό αναπτύχθηκαν τόσο πολύ.
Παλαιότερες μελέτες ανέφεραν ότι το πολυτελές «κρασί της Γάζας» στο οποίο κάνουν αναφορά βυζαντινά κείμενα και κυκλοφορούσε σε όλη την αυτοκρατορία, παραγόταν και στην Νέγκεβ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν άλμα στην καλλιέργεια σταφυλιού έναντι των δημητριακών από τον 4ο αιώνα έως και τα μέσα του 6ου αιώνα, -αποδεικνύοντας ανάπτυξη της αμπελουργίας με σκοπό το εμπόριο, και στη συνέχεια ραγδαία πτώση.
Αντίστοιχα είναι τα ευρήματα και από την παράλληλη ανάλυση στα πήλινα δοχεία και αμφορείς της εποχής. Ενώ παλαιότερα τα δοχεία κρασιού στη Γάζα ήταν ψηλά και λεπτά, ιδανικά για μεταφορά με καμήλες, αργότερα διαδόθηκαν πιο ογκώδη δοχεία που έμοιαζαν με σακούλες.
Αυτές οι δυο παρατηρήσεις συντείνουν στην άποψη ότι γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα, οι χριστιανικές κοινότητες της Νέγκεφ ήρθαν αντιμέτωπες με απότομη ύφεση, περίπου έναν αιώνα πριν την ισλαμική κατάκτηση, που θεωρείτο γενικότερα ως η αιτία για την πτώση των εν λόγω κοινοτήτων.
«Πολλά διαφορετικά γεγονότα συνέβησαν εκείνη την περίοδο και επομένως δεν μπορούμε να πούμε τι ακριβώς προκάλεσε την παρακμή τους, αλλά είναι πιθανότατα κάποιος συνδυασμός, ή φαινόμενο ντόμινο, όλων των παραπάνω», είπε ο Φακς.
Το 541 μΧ, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επλήγη από μια καταστροφική πανούκλα, από την οποία νόσησε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ωστόσο κατάφερε να σωθεί που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «Ιουστινιάνεια πανώλη».
Οι ερευνητές εξηγούν ότι παρότι δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος, είναι σαφές ότι η πανδημία επηρέασε την Νέγκεφ και είναι πιθανόν πως όχι μόνο μόλυνε και σκότωσε ένα μερός του πληθυσμού της, αλλά ενεργοποίησε αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία, καθώς μειώθηκε δραστικά η ζήτηση για το περίφημο κρασί της Γάζας.
Επιπλέον, δυο εκρήξεις ηφαιστείων γύρω στο 535 – 536 και 539, οδήγησαν στη λεγόμενη Μικρή Εποχή των Παγετώνων, οπότε σημειώθηκε η πιο παγωμένη δεκαετία των τελευταίων 2.000 ετών στο Βόρειο Ημισφαίριο.
«Ενώ στην Ευρώπη ξέρουμε ότι προκάλεσε μεγάλη ξηρασία, δεν είμαστε σίγουροι τι συνέβη στον Λεβάντε. Η θεωρία που εγώ υποστηρίζω είναι ότι όντως προκλήθηκε σημαντική αύξηση των βροχοπτώσεων και των πλημμυρών, που μπορεί να κατέστρεψαν το σύστημα απορροής», εξήγησε ο Φακς.
Τέλος, όπως δείχνει συχνά η ιστορία έως και σήμερα, η οικονομία μπορεί να δέχθηκε πλήγμα και από πολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα μετά την αναταραχή που επικράτησε μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού το 565, εκτιμούν οι ερευνητές.
Πηγή: skai.gr