«Νιώθω μεγάλη χαρά που θα σας πάρω μαζί μoυ σε αυτό το ταξίδι. Σαν να αισθάνομαι το χέρι σας μέσα στο δικό μου, όπως κάθε φορά αισθάνομαι εκείνο το γλυκό σας χτύπημα στην πλάτη για κάπου λίγο πιο ψηλά…».
Με αυτά τα λόγια ο Εμμανουήλ Καραλής προλογίζει ουσιαστικά το δικό του συναρπαστικό ταξίδι «πάνω απ’ τα σύννεφα», τη δική του διαδρομή από τα γήπεδα και τις ατέλειωτες προπονήσεις μέχρι το Παρίσι και το ολυμπιακό μετάλλιο.
Και είναι ένα ταξίδι γεμάτο συναισθήματα και στιγμές που εναλλάσσονται στις σελίδες του βιβλίου του «Οταν κοιτάς από ψηλά», που θα κυκλοφορήσει σε έντεκα ημέρες από από τις εκδόσεις Διόπτρα, όπως τα αφηγήθηκε στον Νίκο Μιχαλόπουλο.
Στιγμές που δεν ξέχασε ποτέ αυτός ο διαφορετικός αθλητής, όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του στην αρχή του συγγραφικού του πονήματος, όταν ετοιμάζεται να φύγει για τη Γαλλία.
«Εχω μπροστά μου όλα όσα πρέπει να χωρέσουν στην Ολυμπιακή μου βαλίτσα και φοβάμαι πως ίσως τελικά αν στριμώξω όλα αυτά δεν θα χωρέσω εγώ. Οπως πολλές φορές δεν χωρούσα εγώ σε όλα εκείνα που κάποιοι άλλοι με έβλεπαν μέσα τους. Πολύ διαφορετικός για τους δασκάλους, πολύ μαύρος για κάποιους προπονητές, πολύ χαρούμενος για τους πολλούς, πολύ καταθλιπτικός για άλλους. Ολα σε μια μεζούρα κι εγώ μονίμως να περισσεύω».
Μπαίνοντας στο αεροπλάνο για το Παρίσι, ο Μανόλο, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, για ένα πράγμα ήταν βέβαιος, παρότι δεν το έλεγε σε κανέναν άλλο: «Δεν ξέρω τι θα γίνει στο Παρίσι, αλλά εγώ το μετάλλιο το αισθάνομαι ήδη στο στήθος μου. Χρώμα δεν βλέπω, γιατί δεν με ενδιαφέρει να δω χρώμα.
Το χρώμα το έχω μέσα μου και έχω προσπαθήσει πολύ για να το κρατήσω ζωντανό και ζωηρό. Και η ειρωνεία είναι ότι γύρω από την αίσθηση του χρώματος στήθηκαν πολλά παιχνίδια στη ζωή μου, όχι πάντα ευχάριστα.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε πριν από λίγο για το Παρίσι και ξαφνικά το χθεσινό χάος του δωματίου μου, το χάος της αναμονής στο αεροδρόμιο, το χάος που μάλλον βασιλεύει στα μυαλά όλων στην Ολυμπιακή ομάδα, τουλάχιστον στο δικό μου, έχει καταλαγιάσει».

Οι γονείς που λατρεύει
Σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, ο Καραλής αναφέρεται στους γονείς του και σε όλα αυτά που μπόρεσαν και του έδωσαν απλόχερα, στηρίζοντάς τον σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
Η μητέρα του Σάρα μεγάλωσε «στο στενό περιβάλλον μιας κλειστής επαρχίας, που σε κάνει να φαίνεσαι ακόμη πιο μειονότητα απ’ όσο είσαι, τελείωσε το σχολείο, ξεκίνησε αθλητισμό, φρόντιζε την αδερφή της, πολεμούσε δαίμονες και γνώρισε τον μπαμπά μου!… Ηταν τόσο διαφορετικοί και ταυτόχρονα τόσο ίδιοι. Εκείνος τότε δεκαθλητής, εκείνη άλτρια του μήκους».
Οταν ο Χάρης (ο πατέρας του) ερωτεύθηκε τη Σάρα γεννήθηκε μια σχέση που άντεξε, ίσως επειδή και οι δύο ήταν επίμονοι άνθρωποι που δεν λύγιζαν στις δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν.



«Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να συγκινείται από την επιτυχία… Κι αυτό είναι κάτι που αισθάνομαι πως και οι γονείς μου το ξέρουν πολύ καλά και το ήξεραν από τότε.
Τότε που ο Χάρης πάλευε να σπουδάσει και να μπει στην Εθνική Ομάδα ενώ δούλευε πόρτα τα βράδια… Τότε που η Σάρα ερχόταν στην Αθήνα μόνη, νοικιάζοντας το πρώτο της σπίτι, τότε που δούλευε ως καθαρίστρια, ως νοσοκόμα ή ακόμα και σε οικοδομή για να μπορεί να πληρώνει το ενοίκιο σε ανθρώπους που δεν έβλεπαν πάντα με αθωότητα δυο κορίτσια τόσο διαφορετικά από τα άλλα…».



Η κρίση πανικού
Βαθιά ειλικρινής, ο Καραλής ξεδιπλώνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου του γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του από τη στιγμή που ξεκίνησε να ασχολείται με τον αθλητισμό.
«Είναι η πρώτη μου μέρα στο Ολυμπιακό Χωριό. Σκέφτομαι όλα αυτά που πέρασα για να φτάσω μέχρι εδώ. Πηγαίνω ασυναίσθητα πίσω στη χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Στον Ιούλιο του ’22, έναν μήνα πριν από το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του Μονάχου. Στεκόμουν στον διάδρομο του επί κοντώ στην προπόνηση και τότε το ένιωσα.
Νόμιζα ότι η καρδιά μου σταμάτησε, σαν να ήμουν έτοιμος να πεθάνω. Δεν μπορούσα να περπατήσω, δεν μπορούσα να τρέξω. Υπήρχαν δάκρυα και ευτυχώς φορούσα γυαλιά ηλίου, οπότε κανείς δεν το πρόσεξε. Κρίση πανικού. Η πρώτη μου. Ηταν φρικτό».
Το ίδιο φριχτή ήταν και η ρατσιστική αντιμετώπιση που βίωσε έφηβος ακόμη όταν κάποιοι προπονητές δεν είδαν με καλό μάτι έναν έγχρωμο αθλητή που άρχισε να ξεχωρίζει. «Hταν πολύ δύσκολα όλα για μένα στην αρχή. Ημουν μόλις δεκαπέντε χρονών και με κάποιους προπονητές γύρω μου στο γήπεδο να με βλέπουν με μισό μάτι εξαιτίας του χρώματός μου.
Oταν άρχισα να πηδάω ψηλότερα από τα υπόλοιπα παιδιά άρχισα να λαμβάνω ρατσιστικά σχόλια και βλέμματα. Κυρίως βλέμματα. Και τα βλέμματα πονάνε κάποιες φορές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, γιατί σε κάνουν να αισθάνεσαι γυμνός και ανυπεράσπιστος μπροστά σε κάτι που είναι ικανό να τρυπώσει μέσα σου και να σε διαλύσει».
«Αυτοί οι μαύροι δεν μπορούν να πηδήξουν επί κοντώ» ή «Γύρνα πίσω στη χώρα σου με τη μητέρα σου» ήταν οι φράσεις που άκουγε. «Ηταν η πρώτη φορά που ήρθα αντιμέτωπος με τον ρατσισμό και σχεδόν με κατέστρεψε. Για πέντε χρόνια τον αντιμετώπιζα κάθε μέρα και έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό. Και αποφάσισα να μιλήσω. Να μιλήσω γι’ αυτό που συνέβαινε, να πω στην Ομοσπονδία μου γι’ αυτά που με πλήγωναν, ακόμα και για συγκεκριμένα πρόσωπα…
Η ιστορία πήρε έκταση. Η μαρτυρία μου υποστηρίχθηκε από άλλους αθλητές που είχαν ακούσει όσα ειπώθηκαν και δικαιώθηκα. Ο προπονητής εκείνος που πρωτοστατούσε σε αυτόν τον εφιάλτη τιμωρήθηκε για ένα χρόνο από τον ΣΕΓΑΣ και λίγο αργότερα από την Επιτροπή Φιλάθλου Πνεύματος, Ηθικής και Δεοντολογίας (Ε.ΦΙ.ΠΗ.Δ). Εγώ όμως δεν έβρισκα ηρεμία. Είχα συνηθίσει να τραβώ την προσοχή ως αθλητής, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Ηταν πια θέμα κοινωνικό».
Η κατάθλιψη
Ο Καραλής είναι αποκαλυπτικός όταν αναφέρεται στο κεφάλαιο «κατάθλιψη» που τον «αντάμωσε» αμέσως μετά το τέλος του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, τον Αύγουστο του 2022.
«Στην αρχή δεν ήξερα ότι είχα κατάθλιψη. Δεν κατάφερα να αναγνωρίσω το συναίσθημα. Προσπαθούσα να είμαι δυνατός, να προσποιούμαι ότι δεν ήταν εκεί. “Είναι απλώς κάτι που συνέβη. Προχώρα, έλεγα’’. “Δούλεψε σκληρά. Γίνε νικητής. Πήδα ψηλά”».
«Ενιωθα την πίεση να είμαι ο καλύτερος, να κερδίζω πάντα, να είμαι δυνατός, να μην εκδηλώνω συναίσθημα. Αλλά όταν αποκλείστηκα τον Αύγουστο του ’22 από τον τελικό στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, είπα στον εαυτό μου ότι ήθελα πολύ να τελειώσει η σεζόν. Δεν είχα προκριθεί στον Ευρωπαϊκό τελικό και αυτό με έκανε πραγματικά χαρούμενο. Απίστευτο! Σταμάτησα ακόμη και να παρακολουθώ στίβο. Επαψα να πηγαίνω στο γήπεδο. Ακόμα και να συνεργάζομαι με τον τότε προπονητή μου.
Δεν ήξερα καν αν θα ξανάρχιζα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι χρειαζόμουν μια επαναφορά. Εκανα ένα μεγάλο διάλειμμα πηγαίνοντας μόνος στην Ιταλία, προσπαθώντας να βρω τον εαυτό μου. Εκλεισα το τηλέφωνό μου, διέγραψα όλες τις εφαρμογές κοινωνικών δικτύων και απολάμβανα την ηρεμία των βουνών της Τοσκάνης.
Βασικά, είχα γίνει μοναχός.
Αφησα τα γένια μου, μάκρυνα τα μαλλιά μου και όταν επέστρεψα στο σπίτι, έδειχνα και ένιωθα ένας άλλος άνθρωπος».
Ο Μίλτος
«Εκείνες οι μοναχικές στιγμές στο μπαλκόνι του δωματίου μας στο Ολυμπιακό Χωριό είναι από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές που ζω στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στο βάθος το Παρίσι με τους τρελούς ρυθμούς του κι εδώ μια άλλη καρδιά χτυπάει στη δική της συχνότητα. Δεν θέλω τίποτε περισσότερο για να νιώσω την ηρεμία και την ασφάλεια που ψάχνω. Στο ασανσέρ σήμερα ο Μίλτος, σε κάποια στιγμή που δεν το περίμενα, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: “Θα πάρεις μετάλλιο”. Κι αυτό είναι κάτι που δεν το συνηθίζει.
Εννοώ πως δεν είναι ποτέ εκδηλωτικός, ιδιαίτερα ενθουσιώδης, με βαρυσήμαντες δηλώσεις. Ομως ο τρόπος που το είπε και η στιγμή που το είπε είχαν ιδιαίτερο νόημα για μένα. Και ίσως γι’ αυτό δεν απάντησα, δεν είπα τίποτα. Με τον Μίλτο έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση. Είναι για μένα μια σταθερά που πάντα ήθελα.
Ζει σε έναν δικό του κόσμο, τόσο καλά προστατευμένο, που αυτή η μικρή χαραμάδα που μου αφήνει για να εισχωρήσω κάποια στιγμή, σημαίνει πολλά για μένα».
Ο τελικός
Την ημέρα του τελικού στο Παρίσι, ο Καραλής ξυπνάει μετά από μια όχι και τόσο ήρεμη νύχτα.
«Και τώρα οι δυο μας», γράφει. «Εγώ και το όνειρό μου.
Δεν κοιμήθηκα πολύ καλά, αλλά δεν περίμενα και να κοιμηθώ πολύ καλά. Ολα υπολογισμένα. Ακόμα κι αυτό το δέχομαι ήρεμος, σαν να μου επιβεβαιώνει πως τα πάντα εξελίσσονται όπως τα έχω πλάσει στο μυαλό μου. Η Κατερίνα και ο Μίλτος κοιμούνται στα δωμάτιά τους κι εγώ ό,τι κάνω το κάνω σε αργή κίνηση με το πάτημα της γάτας. Οχι μόνο γιατί δεν θέλω να τους ενοχλήσω, αλλά και γιατί τίποτα δεν θέλω να ενοχλήσει εμένα.
Πρέπει να πάρω πρωινό, αλλά δεν κατεβαίνει τίποτε κάτω. Το στομάχι μου είναι κόμπος, αλλά ένας κόμπος που γνωρίζω να λύνω. Δεν έχει έρθει όμως η ώρα ακόμα.
Διακυβεύονταν πολλά σε αυτό τον τελικό για όλους και το ξέραμε. Με έβλεπα στα μετάλλια και μάλιστα ένα βήμα μόνο πίσω από το μοναδικό μετάλλιο που φαινόταν προκαταβολικά καπαρωμένο στο όνομα του Mondo Duplantis. Ενα αγρίμι που τολμούσε να αμφισβητήσει την παντοκρατορία του θρυλικού Sergey Bubka, που αποτελούσε το δικό μου διαχρονικό πρότυπο».

Οταν έκλαψε ο Μανόλο
«Ακόμα και όταν ο Duplantis μου είπε λίγο πριν μπούμε στο στάδιο “τα λέμε στο βάθρο” ήξερα πως το μυαλό του πετούσε ήδη πολύ πάνω από το παγκόσμιο ρεκόρ που θα έκανε σε λίγο, αλλά δεν ήξερα πού ακριβώς. Εγώ είχα τον δικό μου ουρανό να διαχειριστώ.
Στο 5,95 κρίνονται όλα. Ο Duplantis και ο Kendricks το περνάνε με την πρώτη. Βρίσκομαι στην τρίτη θέση με το χάλκινο μετάλλιο αγκαλιά, αλλά ακόμα δεν είναι δικό μου. Χάνω το ύψος και κάνω το πρώτο αποτυχημένο μου άλμα στον αγώνα. Το ίδιο και οι Obiena, Sasma και Marschall. Απομένουν δύο προσπάθειες για μένα και τον Φιλιππινέζο, μεγάλο μου από την αρχή αντίπαλο…
Ο Obiena ετοιμάζεται για την τελευταία του προσπάθεια. Δεν θέλω να κοιτάξω.
Τα μάτια μου διασταυρώνονται με του θρυλικού Γάλλου επικοντιστή Reanud Lavilenie. Μου κάνει νεύμα ότι το μετάλλιο είναι δικό μου.
Ο Obiena είναι στον διάδρομο και μπαίνει. Δεν αντέχω άλλο. Γυρίζω να κοιτάξω. Ο πήχης πέφτει. Ο χρόνος έχει παγώσει.
Με τον πατέρα μου κοιταζόμαστε στα μάτια και τα στόματά μας είναι ανοιχτά χωρίς να βγαίνει φωνή. Ολοι γύρω αγκαλιάζονται και ελληνικές σημαίες ξεπετάγονται από παντού. Δεν ξέρω τι να κάνω.
Τρέχω και χώνομαι στο παγκάκι των αθλητών, στον χώρο του αγωνίσματος. Δεν είναι κανείς δίπλα μου. Σαν όλα να συμβαίνουν πολύ μακριά από μένα.
Κλαίω σαν μωρό παιδί. Κλαίω όπως δεν έχω κλάψει ποτέ στη ζωή μου σε διάρκεια και ένταση. Κλαίω όπως δεν έκλαψα ποτέ για καμία επιτυχία μου στο παρελθόν».
Πάνω από τα σύννεφα
Η στιγμή που περίμενε τόσα χρόνια τού δίνει την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει, όταν ανεβαίνει στο ολυμπιακό βάθρο.
«Οταν ο Sergey Bubka μου πέρασε το μετάλλιο στο στήθος στην απονομή, ο χρόνος για λίγο πάγωσε. Στη συνείδησή μου ίσως το ποιος μου έδωσε το μετάλλιο άξιζε περισσότερο και από το ίδιο το μετάλλιο.
Γιατί αυτό το μετάλλιο μπορεί και να μην υπήρχε για μένα, αν δεν είχαν προηγηθεί όλοι εκείνοι που φύτεψαν βαθιά μέσα μου τον σπόρο του καρπού που γεύτηκα».
Ο πατέρας του, που είναι κοντά στον γιο του σε όλα σχεδόν τα αθλητικά events που συμμετέχει ο Καραλής, θα χάσει ένα, το οποίο θα αποδειχτεί καθοριστικό.
«Στο επόμενο μίτινγκ στην Πολωνία θα πήγαινα χωρίς τον Χάρη. Οι μηχανές δεν είχαν κλείσει μόνο για μένα, αλλά και για εκείνον, και λίγες μέρες ξεκούρασης στον Πύργο δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν με κανένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να υπολογίσει.
Εκτός από ένα. Και αυτό ήταν τα 6 μέτρα.
Και στο όγδοο άλμα μου στον αγώνα περνάω τα 6 μέτρα. Οταν πέρασα πάνω από τον πήχη και κατάλαβα πως είχε μείνει στη θέση του μεταμορφώθηκα σε έναν άλλο αθλητή. Εκεί ψηλά, στο ύψος μιας διώροφης πολυκατοικίας απομυθοποίησα τα πάντα…».

Επίμονος αθλητής
«Είμαι εκείνο το μικρό παιδί με τα μεγάλα όνειρα, που όλοι του έλεγαν πως δεν μπορεί να τα καταφέρει, πως τα μεγάλα και τα σπουδαία δεν είναι γι’ αυτό, πως καλά θα κάνει να καθίσει στα αυγά του», γράφει στο τέλος του βιβλίου του ο Καραλής.
Αυτό το μικρό παιδί, όμως, συνεχίζει επίμονα να προχωράει στον δρόμο όπου το σπρώχνει η ανάγκη του, και κάποια στιγμή που ούτε να συνειδητοποιήσει δεν μπορεί, γυρίζει προς τα πίσω και τότε καταλαβαίνει πόσο μεγάλη διαδρομή έχει διανύσει. Στον επίλογο, ο συγγραφέας Νίκος Μιχαλόπουλος αναφέρεται στο τελευταίο κατόρθωμα του Καραλή, ο οποίος φέτος, στις 22 Φεβρουαρίου, πέταξε ξανά στα έξι μέτρα για δεύτερη φορά, δημιουργώντας ένα νέο απόλυτο προσωπικό και εθνικό ρεκόρ.
Οπως επισημαίνει, «δεν γινόταν να μη βάλω αυτό το υστερόγραφο στο τέλος του βιβλίου…». Ενα υστερόγραφο που βάζει ο ίδιος ο Εμμανουήλ κοιτώντας με στα μάτια σαν να μου λέει: «Απλώς, Νίκο, κάνω αυτό που μου ζήτησες. Fly, Manolo, fly, δεν μου είπες κλείνοντας; Πώς θα μπορούσα να σου χαλάσω το χατίρι;».
Το άρθρο “Η αυτοβιογραφία του Μανόλο με τα μεγάλα όνειρα: «Πέντε χρόνια βίωνα τον ρατσισμό»“, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο CRETA24.