Κάποτε αντιπροσώπευε την εικόνα μιας λαμπερής και σύγχρονης Πρώτης Κυρίας της Συρίας, αλλά στη συνέχεια συνέδεσε το όνομά της με τη δικτατορία του συζύγου της Μπασάρ αλ Άσαντ
Η ‘Ασμα αλ Άσαντ, σύζυγος του Μπασάρ αλ Άσαντ, πέρασε το ήμισυ της ζωής της στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη χώρα της οποίας είναι υπήκοος. Αλλά δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτη εκεί.
Σύμφωνα με τα ρωσικά κρατικά πρακτορεία ειδήσεων, η 49χρονη ‘Ασμα αλ Άσαντ, έχει βρει μαζί με τον σύζυγό της καταφύγιο στη σύμμαχο Μόσχα, αν και το Κρεμλίνο δεν έχει επιβεβαιώσει επισήμως την παρουσία στη Ρωσία του ζευγαριού και των τριών παιδιών του.
Αυτή η αναγκαστική εξορία είναι το τελευταίο πλήγμα στην αμαυρωμένη φήμη της γυναίκας που κάποτε θεωρούνταν το γοητευτικό πλεονέκτημα της συριακής δικτατορίας, αφού παντρεύτηκε τον Μπασάρ αλ Άσαντ το 2000, ο οποίος μόλις είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Χαφέζ στην προεδρία της χώρας.
Στις 23 Μαρτίου 2012, η Ευρωπαϊκή Ένωση πάγωσε τα περιουσιακά της στοιχεία και απαγόρευσε τα ταξίδια στο έδαφός της τόσο σε εκείνη όσο και σε άλλα στενά μέλη της οικογένειας του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ως μέρος των κλιμακωτών κυρώσεων κατά της συριακής κυβέρνησης
Αλλά είναι κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου και τυπικά δεν της απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα.
Ερωτηθείς το βράδυ της Δευτέρας ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων, ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας Ντέιβιντ Λάμι ήταν ωστόσο κατηγορηματικός.
«Έχω ακούσει να λέγεται τις τελευταίες ημέρες ότι η Άσμα αλ Άσαντ, ένα πρόσωπο με βρετανική υπηκοότητα, προσπαθεί να έρθει στη χώρα μας. Θέλω να επιβεβαιώσω ότι υπόκειται σε κυρώσεις και ότι δεν είναι ευπρόσδεκτη», είπε.
«Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να διασφαλίσω ότι κανένα μέλος αυτής της οικογένειας δεν μπορεί να εγκατασταθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο», σημείωσε.
Νωρίτερα, ένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος των Εργατικών, ο Πατ ΜακΦάντεν, διευκρίνισε ότι οι αρχές «δεν έχουν δεχτεί αίτημα να μεταβεί η σύζυγος του Άσαντ στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Βρετανοί έχουν χάσει την υπηκοότητά τους επειδή εντάχθηκαν στην οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, όπως λέει ο Μπάντερ Μούσα αλ Σάιφ, ερευνητής στο think tank Chatham House. «Αν αυτό μπορεί να συμβεί σε έναν άγνωστο… το ίδιο πράγμα, αν όχι σοβαρότερο, θα μπορούσε να ισχύει και για την περίπτωση της Άσμα αλ Άσαντ».
Ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ δήλωσε πάντως τη Δευτέρα ότι είναι «πολύ νωρίς» για να συζητηθεί ένα τέτοιο μέτρο.
Γεννημένη το 1975 στο Λονδίνο, από Σύρους γονείς –ο πατέρας καρδιολόγος Φαουάζ αλ Αχράς και η μητέρα διπλωμάτης Σαχάρ Ότρι– η Άσμα αλ Άσαντ έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην περιοχή του δυτικού Λονδίνου, το Άκτον.
Οι αλ Άχρας εξακολουθούν να έχουν το σπίτι τους εκεί, σύμφωνα με βρετανικά μέσα ενημέρωσης.
Η Άσμα σπούδασε Πληροφορική στο King’s College του Λονδίνου και στη συνέχεια πήρε πτυχίο στη Γαλλική Φιλολογία. Έπειτα έκανε το μεταπτυχιακό της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και έπιασε δουλειά στην Deutsche Bank και μετά στην JP Morgan.
Ωστόσο, εγκατέλειψε τη δουλειά της όταν παντρεύτηκε.
Στη Δαμασκό, η Άσμα, γόνος σουνιτικής οικογένειας σε αντίθεση με τον σύζυγό της που είναι αλαουίτης, ενσάρκωνε για πολλούς μια εκσυγχρονίστρια της Μέσης Ανατολής, αφού δεν φοράει μαντίλα και διαθέτει μία εντυπωσιακή εμφάνιση, σε αντίθεση με την μητέρα του συζύγου της, την Ανίσα, η οποία διατηρούσε χαμηλό προφίλ.
Το ζευγάρι έχει τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το μεγαλύτερο αποφοίτησε πρόσφατα από το πανεπιστήμιο της Μόσχας με πτυχίο στα μαθηματικά.
Τον περασμένο Μάιο, η συριακή προεδρία ανακοίνωσε ότι η Άσμα έπασχε από λευχαιμία, έχοντας ήδη υποβληθεί σε θεραπεία για καρκίνο του μαστού το διάστημα μεταξύ 2018 και 2019.
Στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, αυτή η ψηλόλιγνη λάτρης των επώνυμων ρούχων και παπουτσιών κάποτε είχε το παρατσούκλι «Λαίδη Νταϊάνα του Αραβικού Κόσμου».
Υποδέχτηκε διασημότητες όπως ο Μπραντ Πιτ και η Αντζελίνα Τζολί και έγινε δεκτή με μεγαλοπρέπεια στο εξωτερικό, προτού αμαυρώσει το όνομά της εξαιτίας της ακλόνητης υποστήριξης προς τον σύζυγό της από το 2011 που σημειώθηκε η εξέγερση στη χώρα.
Το αμερικανικό περιοδικό Vogue την είχε χαρακτηρίσει «Τριαντάφυλλο της Ερήμου» πριν αφαιρέσει το άρθρο από την ιστοσελίδα του μετά την έναρξη της εξέγερσης.
Εκτοτε η Άσμα δέχτηκε επικρίσεις της για τη σιωπή της απέναντι στην επιχείρηση καταστολής των αρχών και χαρακτηρίστηκε «Μαρία Αντουανέτα» και «επικεφαλής αρπακτικών».
Κατηγορείται από τους επικριτές της ότι πλούτισε χάρη στο Syria Trust for Development, μια φιλανθρωπική οργάνωση που ίδρυσε και η οποία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης από το εξωτερικό.
Με τον σύζυγό της, πήρε επίσης τον έλεγχο πολλών τμημάτων της συριακής οικονομίας μέσω πληρεξούσιων, σύμφωνα με τον ειδησεογραφικό ιστότοπο The Syria Report.
Το 2020, η Άσμα βρέθηκε στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων (όπως ακριβώς οι γονείς και τα δύο αδέρφια της) και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών της περιόδου εκείνης Μάικ Πομπέο την χαρακτήρισε «ένα από τα πρόσωπα που επωφελήθηκαν περισσότερο από τον πόλεμο στη Συρία».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ