
Ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για εξορύξεις στα βαθέα ύδατα τόσο εντός των αμερικανικών χωρικών υδάτων όσο και σε διεθνή ύδατα
Ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε ένα αμφιλεγόμενο εκτελεστικό διάταγμα με στόχο την εντατικοποίηση της εξόρυξης βαθέων υδάτων, τόσο εντός των αμερικανικών χωρικών υδάτων όσο και σε διεθνή ύδατα.
Η κίνηση να επιτραπεί η έρευνά εκτός των εθνικών υδάτων των ΗΠΑ προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Κίνας, η οποία την κατήγγειλε ως «παραβίαση του διεθνούς δικαίου».
Το διάταγμα της Πέμπτης είναι το πιο πρόσφατο σε μια σειρά άλλων ενεργειών του Αμερικανού προέδρου που αποσκοπούν στην ενίσχυση της πρόσβασης των ΗΠΑ σε πολύτιμα ορυκτά, τα οποία χρησιμοποιούνται στους τομείς της αεροδιαστημικής, της πράσινης τεχνολογίας και της υγείας.
Ο βυθός της θάλασσας περιέχει δισεκατομμύρια τόνους πετρωμάτων, που ονομάζονται πολυμεταλλικά οζίδια, τα οποία είναι πλούσια σε κρίσιμα ορυκτά όπως το κοβάλτιο και οι σπάνιες γαίες.
Το πρόσφατο προεδρικό διάταγμα των ΗΠΑ εκδόθηκε με στόχο «την καθιέρωση των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου ηγέτη στην υπεύθυνη εξερεύνηση ορυκτών στον πυθμένα της θάλασσας».
Η κίνηση αυτή φαίνεται να παρακάμπτει τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις στον ΟΗΕ σχετικά με την εξόρυξη σε διεθνή ύδατα.
Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, έχουν καθυστερήσει να εκδώσουν άδειες μέχρι να συμφωνηθεί ένα διεθνές πλαίσιο κατανομής των πόρων.
«Η αμερικανική έγκριση παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και βλάπτει τα γενικότερα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας», δήλωσε την Παρασκευή ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Γκούο Τζιακούν.
Η Κίνα κυριαρχεί στην παγκόσμια παραγωγή σπάνιων γαιών και κρίσιμων μετάλλων όπως το κοβάλτιο και το λίθιο.
Ο Τραμπ φέρεται να έχει απογοητευτεί από αυτή τη σχετική αδυναμία των ΗΠΑ, σύμφωνα με αναλυτές.
«Θέλουμε οι ΗΠΑ να ξεπεράσουν την Κίνα σε αυτούς τους θαλάσσιους πόρους στον βυθό των ωκεανών», δήλωσε Αμερικανός αξιωματούχος την Πέμπτη.
Για να επιτευχθεί αυτό, το διάταγμα προβλέπει ότι οι ΗΠΑ θα επιταχύνουν τη διαδικασία έκδοσης αδειών εξερεύνησης και ανάκτησης, τόσο στα δικά τους ύδατα όσο και σε «περιοχές πέρα από την εθνική δικαιοδοσία».
Η αμερικανική κυβέρνηση εκτιμά ότι η εξόρυξη στα βαθέα ύδατα θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ της χώρας κατά 300 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα 10 ετών και να δημιουργήσει 100.000 θέσεις εργασίας.
Η ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες υποστηρίζουν ένα μορατόριουμ στην πρακτική αυτή έως ότου διεξαχθούν περαιτέρω επιστημονικές έρευνες.
Οι περιβαλλοντολόγοι και οι επιστήμονες ανησυχούν ότι τα θαλάσσια είδη που ζουν στα βάθη των ωκεανών θα μπορούσαν να υποστούν σοβαρές βλάβες από την εξόρυξη.
«Η εξόρυξη στον βαθύ ωκεανό είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη πρακτική», δήλωσε ο Τζεφ Γουότερς από την περιβαλλοντική οργάνωση Ocean Conservancy των ΗΠΑ. «Η ζημιά από την εξόρυξη δεν περιορίζεται μόνο στον πυθμένα της θάλασσας: θα επηρεάσει ολόκληρη τη στήλη νερού, από την επιφάνεια ως τον βυθό, και όλους τους οργανισμούς που εξαρτώνται από αυτήν».
Παραμένει ασαφές πόσο γρήγορα θα μπορούσε να ξεκινήσει η εξόρυξη στον βυθό, αλλά μια εταιρεία εξόρυξης, η The Metals Company (TMC), βρίσκεται ήδη σε συνομιλίες με την αμερικανική κυβέρνηση για να αποκτήσει σχετικές άδειες.
Ο διευθύνων σύμβουλος της TMC, Τζέραρντ Μπάρον, έχει δηλώσει προηγουμένως ότι ελπίζει να ξεκινήσει την εξόρυξη μέχρι το τέλος του έτους.
Ο Μπάρον και άλλοι στον κλάδο εξόρυξης αμφισβητούν τους ισχυρισμούς για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, υποστηρίζοντας ότι στη ζώνη της αβύσσου (3.000-6.000 μέτρα κάτω από τη θάλασσα) υπάρχει πολύ μικρή συγκέντρωση ζωής.
«Εκεί δεν υπάρχει καθόλου χλωρίδα. Και αν μετρήσουμε την πανίδα, υπάρχει περίπου 10 γραμμάρια βιομάζας ανά τετραγωνικό μέτρο. Συγκριτικά, στις περιοχές όπου γίνεται εξόρυξη νικελίου στα τροπικά δάση, η βιομάζα ξεπερνά τα 30 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο», είχε δηλώσει προηγουμένως στο BBC.
Πρόσφατη επιστημονική μελέτη του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και του Εθνικού Κέντρου Ωκεανογραφίας έδειξε ότι ορισμένα πλάσματα που ζουν στα ιζήματα κατάφεραν να επιστρέψουν μετά από πειραματική εξόρυξη τη δεκαετία του ’70, όμως τα μεγαλύτερα ζώα δεν επανήλθαν.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μη επιστροφή τους οφείλεται πιθανόν στην έλλειψη πολυμεταλλικών οζιδίων, τα οποία απαιτούν εκατομμύρια χρόνια για να σχηματιστούν ξανά και δεν μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα.
Πηγή: skai.gr