Προσβλέποντας σε αλλαγή ηγεσίας στον Λευκό Οίκο, το Κρεμλίνο υπόσχεται «εποικοδομητικό ρόλο» στη Μέση Ανατολή, ζητώντας όμως αμερικανικά ανταλλάγματα στο Ουκρανικό.
Μολονότι ουδέποτε πρωταγωνίστησε στα τεκταινόμενα της Μέσης Ανατολής, το Κρεμλίνο ανέκαθεν φρόντιζε να δίνει το δικό του ιδιαίτερο στίγμα σε όλα ανεξαιρέτως τα ανοικτά ζητήματα της περιοχής, είτε μέσω συντονισμένων κινήσεων με σημαντικούς περιφερειακούς παίκτες, είτε με πολύ συγκεκριμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο ΟΗΕ. Έτσι, η μετασοβιετική Ρωσική Ομοσπονδία του Προέδρου Πούτιν, ακολουθώντας την ασφαλή πεπατημένη του παλαιοκαθεστωτικού Κρεμλίνου, άφηνε στην Ουάσιγκτον το βάρος της ανάληψης πρωτοβουλιών, που θα διαμόρφωναν γεωστρατηγικά την ‘μεγάλη εικόνα’ της Μέσης Ανατολής.
Με αυτό το ισοζύγιο δυνάμεων σε αυτήν την προβληματική γωνιά του κόσμου, αποτέλεσε ευτύχημα ότι εν τέλει διατηρήθηκε ο διπολισμός Ουάσιγκτον-Μόσχας. Ο συριακός εμφύλιος αποτέλεσε τη μοναδική εξαίρεση που αποδεικνύει τον κανόνα. Συγκεκριμένα, δεν είναι τυχαίο ότι η Συρία παρασύρθηκε σε εμφύλιο σπαραγμό, όταν οι πάλαι ποτέ σοβιετικές εγγυήσεις σταθερότητας έπαψαν να υπάρχουν, ως απόρροια της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ. Η εγκατάσταση στρατευμάτων της μετα-σοβιετικής Ρωσίας στη Συρία- και μάλιστα με δυτική συγκατάθεση- αποκατέστησε μία σημαντική πτυχή του διπολισμού ΟυάσινγκτονΟυάσιγκτον-Μόσχας, την εφαρμογή του οποίου εν τέλει όλοι φαίνεται να επιθυμούν.
Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε πολλά. Γύρισε τις σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας πολλές δεκαετίες πίσω, δημιουργώντας ένα νέοψυχροπολεμικό κλίμα και αναβιώνοντας μνήμες που έτειναν να ξεχαστούν. Και ενώ στην Ευρώπη είναι πλέον αισθητοί οι κραδασμοί του Ουκρανικού, τα γεγονότα της περσινής 7ης Οκτωβρίου έδωσαν τη σκυτάλη σε έναν νέο μεσανατολικό πόλεμο, που ουδείς γνωρίζει μέχρι στιγμής πότε και θα πώς θα σταματήσει. Στη Μέση Ανατολή φάνηκε να χάνεται το νήμα της παρασκηνιακής συνεννόησης μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας – μία συνεννόηση που κατά το παρελθόν απέδειξε πως μπορεί να δρα εξισορροπητικά και, κυρίως, αποτελεσματικά. Εν τέλει, ουδείς γνωρίζει εάν οι επανειλημμένες αμερικανικές προσπάθειες για εκεχειρία σε Γάζα και Λίβανο θα πετύχαιναν το σκοπό τους εάν είχε εξασφαλιστεί προηγουμένως ενεργός στήριξη (και) της Μόσχας.1
Η Ρωσία «μιλάει» με όλους στη Μέση Ανατολή
Ήδη από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η ισραηλινή πλευρά είχε διαβλέψει ότι το νέοψυχροπολεμικό κλίμα που είχε αρχίσει να αναδεικνύεται θα επηρέαζε αργά ή γρήγορα και τη Μέση Ανατολή. Μάλιστα, το δεδομένο ότι στη Συρία σταθμεύουν μόνιμα ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, καθιστώντας το Ισραήλ μια χώρα που «γειτνιάζει με τη Ρωσία», κινητοποίησε τον τότε πρωθυπουργό Ναφτάλι Μπένετ να αναλάβει διαμεσολαβητική πρωτοβουλία επίλυσης της ουκρανικής κρίσης ήδη από τον πρώτο της μήνα. Παρά την αποτυχία εκείνης της ισραηλινής προσπάθειας ένα νέο κεφάλαιο στις ρωσο-ϊσραηλινές σχέσεις άνοιξε, με την Μόσχα να απαιτεί από την ισραηλινή στρατιωτική βιομηχανία να μην ενισχύσει την ουκρανική πλευρά, υποχρέωση που το Ισραήλ τήρησε εν μέρει. Από την άλλη, το Ιράν αξιοποίησε την ένταση ΗΠΑ- Ρωσίας, εξασφαλίζοντας ρωσική στήριξη στα διεθνή fora ως προς τον δυτικό έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την τεχνογνωσία στην κατασκευή drone, που η Μόσχα έκτοτε ευρέως χρησιμοποιεί στο ουκρανικό μέτωπο.
Με τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή να έχει ήδη συμπληρώσει έναν χρόνο, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η Ρωσία τηρεί απευθείας διαύλους επικοινωνίας με όλα ανεξαιρέτως τα εμπλεκόμενα μέρη. Κατ’ αρχήν, οι μόνιμα εγκατεστημένες ρωσικές δυνάμεις στο συριακό έδαφος επιτρέπουν στους Ισραηλινούς να πλήττουν φιλοϊρανικούς στόχους σε Συρία και Ιράκ. Παράλληλα, η Μόσχα προσφέρει διπλωματική και πολιτική στήριξη στην Τεχεράνη, γεγονός που ενισχύει εμμέσως πλην σαφώς τις στρατηγικές επιλογές της Χεζμπολάχ. Αξιωματούχοι της Χαμάς επισκέπτονται επανειλημμένα το Κρεμλίνο, το οποίο επιμένει να χαρακτηρίζει «πολιτικές δολοφονίες» τις ισραηλινές εκτελέσεις των ηγετών της οργάνωσης. Η Χαμάς, από την πλευρά της, επιδεικνύει εμπράκτως την ευγνωμοσύνη της, απελευθερώνοντας από τη Γάζα ισραηλινούς ομήρους με ρωσική υπηκοότητα. Και αυτά είναι μόνο λίγα δείγματα της ρωσικής ‘κάλυψης κενών’ – κενά που θα μπορούσαν κάλλιστα να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, εάν θα ίσχυε σήμερα η πάλαι ποτέ παρασκηνιακή συνεννόηση Ουάσιγκτον-Μόσχας στα μεσανατολικά τεκταινόμενα.
Οι κινήσεις ακριβείας του Κρεμλίνου
Όσο πλησίαζαν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο δίαυλος επικοινωνίας Ισραήλ-Ρωσίας ενεργοποιήθηκε περισσότερο. Με αφετηρία την απόφαση του Ισραήλ να μην ορίσει στρατιωτικό ακόλουθο στην πρεσβεία του στο Κίεβο- προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Ουκρανού πρέσβη στο Τελ Αβίβ- και ανήμερα της εκτέλεσης του Γιαχία Σινουάρ στη Γάζα, το πρακτορείο Reuters μετέδωσε ότι τα ρωσικά στρατεύματα εκκένωσαν τα φυλάκιά τους στην μεθόριο Ισραήλ- Συρίας, ενώ την ίδια στιγμή Σύροι στρατιώτες δεν αντιδρούσαν, παρακολουθώντας τον ισραηλινό στρατό να αποναρκοθετεί διόδους που θα του επέτρεπαν να εισβάλει στο βορειοανατολικό τμήμα του Νοτίου Λιβάνου, προκειμένου να περικυκλωθούν δυνάμεις της Χεζμπολάχ.
Οι πληροφορίες αυτές ουδέποτε διαψεύσθηκαν, ενώ στο μεταξύ η ισραηλινή αεροπορία συνέχιζε να πλήττει ανενόχλητη αποθήκες οπλισμού της Χεζμπολάχ νοτίως του συριακού λιμανιού της Λατάκιας, σε μικρή απόσταση από τις ρωσικές βάσεις. Παράλληλα, ένα δεκαήμερο μετά την εκτέλεση Σινουάρ, ο αξιωματούχος της Χαβάς, Μούσα Αμπού Μαρζούκ, μετέβη στο Κρεμλίνο υποσχόμενος την απελευθέρωση άλλων δύο ισραηλινών ομήρων με ρωσική υπηκοότητα, τη στιγμή που οι αμερικανικές προσπάθειες για εκεχειρία στη Γάζα οδηγούνταν σε αδιέξοδο για ακόμα μια φορά. Τίποτα δεν συνέβη τυχαία το τελευταίο εικοσαήμερο.
«Διευθέτηση» σε Ουκρανία με αντάλλαγμα «ρωσική συνέργεια»;
Όσο πλησιάζει η ώρα της ανακοίνωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων στις ΗΠΑ, είναι προφανές ότι το Κρεμλίνο αναμένει μία ευκαιρία διευθέτησης του Ουκρανικού μέσω της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και της επιστροφής των Ρεπουμπλικανών στον Λευκό Οίκο. Οι πρόσφατες προσεκτικές κινήσεις της διακυβέρνησης Πούτιν στο μεσανατολικό σκηνικό καταδεικνύουν ότι πρόθεση του Κρεμλίνου είναι να επιδείξει τη δική του «καλή θέληση» για μία αντίστοιχη «κοινά επωφελή» διευθέτηση των πολλών ανοικτών μετώπων στη Μέση Ανατολή.