Στο πλαίσιο αξιολόγησης της παροχής υπηρεσιών της τηλεφωνικής γραμμής, καθώς και για λόγους εγκυρότερης αποτύπωσης των ψυχοκοινωνικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι συμπολίτες μας που αναζητούν βοήθεια εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, διαμορφώθηκε ένα ερευνητικό πρωτόκολλο καταγραφής των αιτημάτων των κλήσεων, των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους καθώς και των βασικών κοινωνικο-δημογραφικών χαρακτηριστικών των καλούντων.
Κατά τη διάρκεια της κλήσης ή και μετά την ολοκλήρωσή της, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που διαχειρίζονταν την κλήση συμπλήρωναν τα στοιχεία της φόρμας καταγραφής, η οποία περιελάμβανε ερωτήσεις αναφορικά με τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά του καλούντος, την έκθεση στα ΜΜΕ, τη συμπτωματολογία άγχους και κατάθλιψης (κλίμακες ανίχνευσης του Γκόλντμπεργκ), τα συναισθήματα που βίωναν τις τελευταίες 2 εβδομάδες και το είδος της παρέμβασης που παρείχαν.
Επίσης, συμπλήρωναν και το βασικό αίτημα της κλήσης περιφραστικά. Από το σύνολο των 6.424 ολοκληρωμένων ερωτηματολογίων, πραγματοποιήθηκε τυχαία επιλογή 1.606 ερωτηματολογίων.
Από την αξιοποίηση των δεδομένων ενδιαφέρον είχαν τα εξής:
Αναφορικά με τα κοινωνικο-δημογραφικά στοιχεία το 65,2% είναι γυναίκες, το 41,1% έγγαμοι, το 42,1% έχει ολοκληρώσει προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές και το 53% ανήκει στις οικονομικά ενεργές ομάδες.
Η πλειοψηφία των καλούντων (63%) δεν ανέφερε να πάσχει από κάποια ψυχική νόσο.
Ο ένας στους δύο δεν είχε ποτέ απευθυνθεί σε επαγγελματία ψυχικής υγείας, ούτε τώρα ούτε στο παρελθόν.
Ο φόβος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που οι καλούντες ανέφεραν ότι ένιωσαν σε μεγαλύτερη συχνότητα (67,6% απάντησαν συνέχεια ή αρκετές φορές), με τη λύπη (58,2%), τον αιφνιδιασμό (43%) και τον θυμό (42,8%) να ακολουθούν.
Πιο αναλυτικά:
Στo σύνολο του επιλεγέντος δείγματος των 1.606 κλήσεων, για τη χρονική περίοδο 16/03 έως 29/05, που παρουσιάζονται σε ομαδοποίηση με βάση τον φόβο της μόλυνσης ή/και νόσησης από τον Covid-19, την καραντίνα με τα επακόλουθα περιοριστικά μέτρα και την οικονομία, και αποτυπώνονται στον Πίνακα 1 και στο Γράφημα 1 αντίστοιχα, διαφαίνονται τα εξής αναφορικά με τα αιτήματα των καλούντων:
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις κατηγορίες των αιτημάτων δεν είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες, καθώς μια κλήση μπορεί π.χ. να αφορούσε ταυτόχρονα και τον φόβο μόλυνσης και την καραντίνα. Τα ποσοστά που φαίνονται στον πίνακα, αφορούν στο ποσοστό των κλήσεων στο οποίο υπήρξε αναφορά και επομένως η μη αναφορά αποτελεί το συμπληρωματικό ποσοστό.
Έτσι, για την Covid-19 το χρονικό διάστημα 16/03-30/03 το 90% των κλήσεων είχε αναφορά σε φόβο μόλυνσης, ενώ το 10% δεν είχε καμία αναφορά. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα προαναφερόμενα δεδομένα αποτελούν σύγκριση ποσοστιαίων αναλογιών ανά συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
Το πρώτο δεκαπενθήμερο λειτουργίας της Γραμμής το 90% των κλήσεων αφορά στην Covid-19, ενώ σχεδόν το 86% αφορά στα περιοριστικά μέτρα και την καραντίνα. Σε αυτό το πρώτο δεκαπενθήμερο προεξάρχουν τα αιτήματα που περιγράφουν ανησυχία μόλυνσης από τον κορωνοϊό για τον ίδιο τον καλούντα ή για αγαπημένο του πρόσωπο χωρίς να ανήκει σε κάποια ευπαθή ομάδα, αλλά και το αίσθημα “πνιγμονής” που προκύπτει από τον υποχρεωτικό εγκλεισμό, ενώ τα άγχη για την οικονομία απασχολούν προς το παρόν σε αυτή τη φάση ένα 44,3% των πολιτών.
Με την πάροδο του χρόνου και καθώς η καμπύλη μετάδοσης του ιού παραμένει σταθερή ή κινείται καθοδικά παρατηρείται αισθητή μείωση των αιτημάτων που αφορούν στην Covid-19, αιτήματα που φτάνουν το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Μαΐου να έχουν το χαμηλότερο ποσοστό (54,6%).
Αναφορικά με τα αιτήματα γύρω από την οικονομία, το πρώτο διάστημα το 44,3% εκδηλώνει σημάδια ανησυχίας, όσο όμως πλησιάζει το πέρας της καραντίνας και η έκθεση στις νέες κανονικότητες, αρχίζει πάλι να αυξάνεται σταδιακά η ανασφάλεια για τα οικονομικά ζητήματα. Τα χρονικά σημεία όπου διαφαίνεται μείωση των ποσοστών που σχετίζονται με τις οικονομικές παραμέτρους της κρίσης, φαίνεται να συμπίπτουν με την περίοδο που η κυβέρνηση ανακοινώνει μέτρα στήριξης, “ανακουφίζοντας” τουλάχιστον πρόσκαιρα, την αγχώδη αντίδραση των πολιτών για εκείνο το διάστημα.
Όμως, η βραδεία αλλά σταθερά ανοδική οικονομική ανασφάλεια θα μπορούσε να συνδεθεί με την αναγκαστική επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας από τη μία πλευρά, αλλά και με τον φόβο της προοδευτικά αυξανόμενης οικονομικής δυσχέρειας (ανεργία, μερική απασχόληση, διακοπή επιχειρηματικής δραστηριότητας) από την άλλη.
Αναφορικά με τα αιτήματα που αφορούν στην καραντίνα και τα περιοριστικά μέτρα στην επαφή ή στην απόσταση, χαρακτηριστικό είναι το εύρημα ότι διατηρούνται σε όλη τη χρονική περίοδο σε υψηλά επίπεδα (σχεδόν άνω του 80%), ενώ κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Μαΐου ακολουθούν μια καθοδική πορεία, αλλά παραμένουν αισθητά υψηλότερα από τα αντίστοιχα του φόβου για τον ιό και την οικονομία.
Ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον έχει και η συγκριτική αποτύπωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης σε αντιπαραβολή με αυτά του άγχους. Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάζονται στον Πίνακα 2 και στο Γράφημα 2 αντίστοιχα.
Γίνεται σαφές ότι αν και το άγχος σημειώνει υψηλά επίπεδα κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο (38,7%), ακολουθεί έκτοτε καθοδική πορεία, με την τελευταία περίοδο του Μαΐου τα ποσοστά να βρίσκονται πλέον μόλις στο 15,6%.
Αντίθετα, η κατάθλιψη ξεκινά στην αρχή των περιοριστικών μέτρων με χαμηλότερα ποσοστά από αυτά του άγχους (30,6%) και παρά τις αυξομειώσεις που εμφανίζει, το τελευταίο δεκαπενθήμερο φτάνει στο 35,4% παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση και κάνοντας αισθητή τη διαφορά σε αυτή την ειδική πληθυσμιακή ομάδα που αποτελείται από τα άτομα που ζητούν βοήθεια σε μια τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης.
Γιατί άραγε προεξάρχει η κατάθλιψη έναντι του άγχους σε μια συγκυρία όπου οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και λειτουργίας μας ακολουθούν κατακλυσμιαία πορεία; Αξίζει να εστιάσουμε στα εξής:
Καθώς οι μέρες περνούν και η εξάπλωση του ιού ελέγχεται και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, μειώνονται και τα άγχη νόσησης που προκύπτουν από αυτόν. Τα περιοριστικά μέτρα έχουν καταφέρει πλέον να “εμπεριέξουν” στη συλλογική συνείδηση την εξάπλωση του ιού και της γενικότερης απειλής που προκαλεί η μεταδοτικότητά του. Ωστόσο, το αποτύπωμα της καραντίνας με τους συνεπακόλουθους περιορισμούς στην επικοινωνία, τους νέους τρόπους φυσικής απόστασης, τη νέα “κουλτούρα” της ασώματης επαφής και το μειωμένο αίσθημα ελευθερίας στη μετακίνηση αναδύουν σταδιακά ένα “συλλογικό πένθος” απέναντι σε μια μεγάλη απώλεια: την απώλεια της παλιάς κανονικότητας στη συνύπαρξη και τον αποχωρισμό του ήδη γνώριμου τρόπου ζωής.
Καθώς υποχωρεί η παλίρροια του πρώτου κύματος κατακλυσμιαίων συναισθημάτων, ξεσκεπάζεται το τραυματικό φορτίο που κουβάλησε μαζί της. Και βγαίνει στην επιφάνεια ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων που είναι χαρακτηριστικά της κλινικής κατάθλιψης.
Ταυτόχρονα ξεσκεπάζεται όμως και το σκληρό βίωμα της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης και επανενεργοποιούνται οι διεργασίες της κατάθλιψης, που ως νόσος αναδείχθηκε σε εθνική μάστιγα και αποτυπώθηκε ως “εθνική κατάθλιψη”, με τα ποσοστά της να εκτινάσσονται από 3,3% πριν από την κρίση (2008) στο 12,4% το 2013 σε επιδημιολογικές έρευνες γενικού πληθυσμού.
Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα η πανδημική κρίση της Covid-19 αποκτά ειδική βαρύτητα για το ατομικό και συλλογικό ψυχικό αφήγημα, αναμοχλεύοντας επώδυνα συναισθήματα και ψυχοτραυματικές μνήμες από το πρόσφατο εθνικό παρελθόν.
Πηγή: ΔιαΝΕΟσις