H πανδημία του κορωνοϊού έχει φέρει τα πάνω-κάτω σε πολλούς τομείς, έτσι και στον τομέα της εκπαίδευσης. Η σχολική χρονιά που πέρασε ήταν διαφορετική, με την τηλεκπαίδευση να μπαίνει για τα καλά στη ζωή μαθητών και δασκάλων. Πώς θα είναι όμως η επιστροφή στις σχολικές αίθουσες τη νέα χρονιά; Εκτός από τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές μεγάλη είναι η ανησυχία πολιτικών και λοιμωξιολόγων στη Γερμανία. Αναμένεται αύξηση των κρουσμάτων και ενδεχομένως ένα δεύτερο κύμα πανδημίας, όταν οι μαθητές αρχίσουν να επιστρέφουν στα θρανία;
«Για την ώρα οι άνθρωποι ταξιδεύουν ανά τη Γερμανία και την Ευρώπη, ενώ υπάρχει και κινητικότητα λόγω εργαζομένων που μεταναστεύουν από τα Βαλκάνια» αναφέρει ο Φρανκ Μοκενχάουτ, εντεταλμένος διευθυντής του Ινστιτούτου Τροπικής Ιατρικής και Διεθνούς Υγείας της Πανεπιστημιακής Κλινικής Charité του Βερολίνου. Ο ίδιος είναι επικεφαλής ερευνών για την εξέλιξη της πανδημίας στα γερμανικά σχολεία. «Η κανονική λειτουργία σχολείων και παιδικών σταθμών θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση των κρουσμάτων» αναφέρει ο ίδιος. Η κατάσταση σε κάποια κρατίδια δείχνει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, αν και ακόμη δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για τελικά συμπεράσματα.
Παιδιά και κορωνοϊός. Τι συμβαίνει τελικά;
Σε γενικές γραμμές πάντως θεωρείται ότι τα παιδιά προσβάλλονται σπανιότερα από τον κορωνοϊό. «Βάσει διεθνών στοιχείων, κυρίως από την Κίνα, προκύπτει ότι από την αρχή της πανδημίας ο αριθμός των προσβληθέντων παιδιών ήταν σημαντικά μικρότερος σε σχέση με τους ενήλικες» αναφέρει ο Φολκ Μπρίκμαν, επικεφαλής του Τμήματος Παιδιατρικής Πνευμονολογίας στην Πανεπιστημιακή Παιδιατρική Κλινική του Μπόχουμ. Ήδη οι επιστήμονες πιθανολογoύν ότι τα παιδιά δεν μολύνονται τόσο συχνά από τον κορωνοϊό, κι όταν αυτό συμβαίνει τα συμπτώματα είναι ήπια ή δεν υπάρχουν καθόλου συμπτώματα. «Το μικρό ποσοστό παιδιών που έχει νοσήσει παρουσιάζει εμπύρετη λοίμωξη με συμπτώματα κοινού κρυολογήματος ή κοιλιακό άλγος» αναφέρει ο Γερμανός παιδίατρος.
Κάποια από τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού στη Γερμανία καταγράφηκαν εντούτοις σε σχολικές μονάδες στα μέσα Μαρτίου. Ήταν ασαφές πώς προέκυψαν αλλά και πώς εξαπλώθηκαν τα κρούσματα στα σχολεία κι έτσι ελήφθη τότε η απόφαση για κλείσιμο των σχολείων. Μέχρι σήμερα οι επιστήμονες δεν μπορούν να προσδιορίσουν αν ο ιός μεταδόθηκε από μέλη των οικογενειών στα παιδιά ή το αντίθετο. Μια γαλλική έρευνα, η οποία δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί πλήρως, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά μεταφέρουν τον ιό. Πολλοί επιστήμονες φαίνονται να συμφωνούν με το ότι τα παιδιά δεν παίζουν «σημαντικό ρόλο» στην εξάπλωση του ιού, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα. Αυτό εκτιμά και ο Φίλιπ Χάνεκε, διευθυντής της Κλινικής Παιδιατρικών Λοιμώξεων και Ρευματολογίας του Φράιμπουργκ. «Με το άνοιγμα των σχολείων μάλλον το πρόβλημα εντοπίζεται στους εκπαιδευτικούς. Πρέπει να μιλούν πολύ κι έτσι μέσω της ομιλίας και της αναπνοής μπορούν να μεταδοθούν λοιμωξιογόνα σταγονίδια», εκτιμά. Σύμφωνα με τον Χάνεκε ο κίνδυνος από το άνοιγμα των σχολείων δεν είναι μεγαλύτερος από ό,τι συμβαίνει σε άλλα κοινωνικά πλαίσια. «Ο κίνδυνος υπάρχει παντού» λέει χαρακτηριστικά.
Τι θα γίνει από το φθινόπωρο;
Σε κάθε περίπτωση τα σχολεία πρέπει να προετοιμαστιούν καλά για την επόμενη σχολική χρονιά, ώστε ολόκληρες σχολικές μονάδες η μεμονωμένες τάξεις να μπορούν ανά πάσα στιγμή να επιστρέψουν γρήγορα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση ή να χρησιμοποιήσουν νέα εκπαιδευτικά μοντέλα. «Νομίζω ότι αποτελεί ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι η κανονική λειτουργία των σχολείων θα συνεχιστεί το φθινόπωρο ή τον χειμώνα» εκτιμά ο Κάι Μάαζ, διευθυντής του Ινστιτούτου Λάιμπνιτς για την Εκπαιδευτική Έρευνα και την Εκπαιδευτική Πληφορορική. Εντούτοις ψυχολόγοι, όπως η Σβένια Λύτγκε από το Κίελο, θεωρούν ότι είναι σημαντική η φυσική επαφή των μαθητών μεταξύ τους και με τους δασκάλους τους, ώστε να έχουν μια δομημένη σχολική καθημερινότητα.
Και από την πλευρά των λοιμωξιολόγων πάντως η επόμενη σχολική χρονιά θεωρείται δύσκολη, δεδομένου ότι εκτός από τον κορωνοϊό συχνό φαινόμενο στα σχολεία αποτελούν τα κοινά κρυολογήματα και οι λοιμώξεις του αναπνευστικού, γεγονός που μπορεί να επιτείνει την σύγχυση και την ανησυχία. Γερμανοί ειδικοί από το Μπόχουμ συνιστούν για παράδειγμα τη διενέργεια τεστ αντισωμάτων στους μαθητές, ώστε να διαπιστωθεί πόσα παιδιά έχουν υπερβεί τον κίνδυνο νέας μόλυνσης. Πολλοί γιατροί επίσης συνιστούν την υποχρεωτική χρήση μάσκας ήδη από τους μαθητές του δημοτικού αλλά και την διδασκαλία σε μικρά τμήματα, όπου θα τηρούνται σαφείς αποστάσεις. Ένα ακόμη μέτρο που κρίνεται σημαντικό είναι ο τακτικός αερισμός των σχολικών τάξεων ώστε να ανανεώνεται διαρκώς ο αέρας και να ελαττώνεται η ενδεχόμενη συγκέντρωση μορίων του ιού.
Πηγή: DW – Γκίζελα Γκρος, dpa/ Επιμέλεια: Δήμητρα Κυρανούδη