
Ο Πρόεδρος Τραμπ εμφανίζεται πρόθυμος να «διασπάσει» τη διατλαντική συμμαχία με τους δασμούς και τις απαιτήσεις του για υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν «στρατολογούσε» συμμάχους στην Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, καταδεικνύοντας τη σημασία που έδινε μέχρι σήμερα η Αμερική στους συμμάχους της και δη στην Ευρώπη.
Ο νυν πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ όμως έχει εντελώς διαφορετική άποψη, την οποία εκδηλώνει δημόσια εδώ και δεκαετίες. Ο Τραμπ θεωρεί τους Ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ ως ανταγωνιστές στον οικονομικό στίβο και ως παράσιτα στον γεωπολιτικό στίβο, αναφέρουν οι New York Times.
Η απόφασή του την Τετάρτη, μάλιστα, να επιβάλει υψηλότατους δασμούς, υπολογισμένους με έναν αμφίβολο μαθηματικό τύπο, στους εταίρους της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας – αλλά όχι στη Ρωσία ή τη Βόρεια Κορέα – αποκάλυψε ότι είναι διατεθειμένος να «διαλύσει» μια διατλαντική συμμαχία που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την ειρήνη στην Ευρώπη επί 80 χρόνια.
Λαμβάνοντας υπόψη την απαίτηση του Ντόναλντ Τραμπ να δαπανήσουν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ έως και το 5% του ΑΕΠ τους για αμυντικές δαπάνες αλλά και την εκπεφρασμένη επιθυμία του να αποσπάσει εδάφη της Δανίας (βλέπε Γροιλανδία), σύμμαχου της Συμμαχίας, και τους πρόσφατους δασμούς είναι φανερό ότι δεν τον απασχολεί η ζημιά που επιφέρει στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη, οι οποίες είναι απίθανο να αποκατασταθούν πλήρως.
«Οι δασμοί αποτελούν μια ακόμη απόδειξη στην αντίληψη που επικρατεί στην Ευρώπη ότι οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι μόνο ένας αναξιόπιστος εταίρος, αλλά ένας εταίρος που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευτεί καθοιονδήποτε τρόπο», σημειώνει ο Γκάντραμ Βολφ, οικονομολόγος και πρώην διευθυντής του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. «Αυτό αλλάζει 80 χρόνια μεταπολεμικής ιστορίας, όταν η διατλαντική συμμαχία ήταν ο πυρήνας του δυτικού κόσμου και του παγκόσμιου πολυμερούς συστήματος».
Όσο και αν προσπαθήσουν οι Βρυξέλλες να διατηρήσουν ορισμένες βασικές σχέσεις, ο Βολφ σημειώνει ότι η Ευρώπη «δεν μπορεί από μόνη της να υποστηρίξει το παγκόσμιο σύστημα».
Η προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να αναμορφώσει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων φαίνεται να ωφελεί επίσης το Κρεμλίνο, τον κύριο ανταγωνιστή του ΝΑΤΟ, αποδυναμώνοντας ενδεχομένως τους αντιπάλους της Μόσχας στην υπόλοιπη Ευρώπη, αν και η πτώση των τιμών του πετρελαίου την Παρασκευή έπληξε και τη Ρωσία.
Οι Ευρωπαίοι, με άλλα λόγια, συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι ο Τραμπ, χωρίς κανέναν ενδοιασμό και μάλιστα ενθαρρυμένος από τους πιο πιστούς – και ομοϊδεάτες – συμβούλους που έχει δίπλα του κατά τη δεύτερη θητεία του, σκοπεύει να πραγματοποιήσει τον στόχο του και να απομακρύνει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ευρώπη.
Αλλά «η ένταση, η ταχύτητα, η επιθετικότητα και ο ιμπεριαλισμός αυτής της κυβέρνησης εξέπληξε ορισμένους ανθρώπους», σημειώνει ο Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων.
Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να διαχειριστούν τις απαιτήσεις του Τραμπ μέσω συναλλακτικών τακτικών, όπως η αγορά περισσότερων αμερικανικών όπλων και υγροποιημένου φυσικού αερίου και τον επιμερισμό των στρατιωτικών βαρών του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων τους διαψεύδουν, όπως καταδεικνύει η άνιση εφαρμογή δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ στη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση και η απαίτηση των ΗΠΑ για πρόσβαση στα ουκρανικά ορυκτά ως αντάλλαγμα για χρόνια στρατιωτικής βοήθειας.
«Η πρόκληση για την Ευρώπη είναι πώς να αντιμετωπίσει μια ληστρική Αμερική που είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει τις αδυναμίες των συμμάχων της προκειμένου να τους εκβιάσει, είτε πρόκειται για τη συμφωνία ορυκτών στην Ουκρανία είτε για τις προσπάθειες προσάρτησης της Γροιλανδίας είτε για τον εμφανή τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ προσπαθεί να διασπάσει τον δεσμό Βρετανίας και ΕΕ με διαφορετικές εμπορικές συμφωνίες», εξηγεί ο Λέοναρντ.
Προς το παρόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, ενωμένη, καθώς ο Τραμπ επέβαλε τους ίδιους δασμούς, ύψους 20%, και στα 27 κράτη μέλη της, συμπεριλαμβανομένων των πιο ιδεολογικά φιλικών ως προς αυτόν χωρών, όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Ιταλία.
Αλλά η Ουάσιγκτον μπορεί στη συνέχεια να επιλέξει να εφαρμόσει διαφορετικούς δασμούς σε ορισμένους τομείς για να πιέσει μεμονωμένες χώρες, όπως τη Δανία, να υποκύψει π.χ. στις βλέψεις του για τη Γροιλανδία.
Υπάρχει η αίσθηση ότι οι δασμοί αποτελούν απλώς το προοίμιο μιας συμφωνίας, όπως άφησε να εννοηθεί ο γιος του Ντόναλντ Τραμπ, Έρικ, σε ανάρτησή του στο X. «Δεν θα ήθελα να είμαι η τελευταία χώρα που προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια εμπορική συμφωνία με τον @realDonaldTrump», έγραψε. «Ο πρώτος που θα διαπραγματευτεί βγει κερδισμένος – ο τελευταίος θα βγει απόλυτα χαμένος».
Η Sophia Besch, Γερμανίδα αναλύτρια στο Carnegie Endowment στην Ουάσιγκτον, θεωρεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ στέλνει δύο θεμελιωδώς διαφορετικά μηνύματα. «Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή είναι μια αρχική προσφορά για διαπραγμάτευση ή αν πραγματικά αναδιαμορφώνει τον κόσμο, χωρίς να ενδιαφέρεται να τον επιδιορθώσει», σημειώνει. «Διάφοροι άνθρωποι γύρω από τον Τραμπ επιδιώκουν διαφορετικά πράγματα».
Τα ζητήματα των δασμών και της ασφάλειας είναι διακριτά αλλά διαχωρίζονται ελάχιστα, προσθέτει η Besch αλλά και άλλοι αναλυτές, καταδεικνύοντας την πρόσθεση του Τραμπ να χρησιμοποιήσει «ωμά», ακόμη και αδιάφορα, την αμερικανική ισχύ έναντι των φίλων των ΗΠΑ, των οικονομιών τους αλλά και τους φτωχότερων, που πιθανότατα θα υποφέρουν από τον πληθωρισμό και τους υψηλότερους φόρους καταναλωτή.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, προσπάθησε να καθησυχάσει στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα, στη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, μέσω μεικτών μηνυμάτων, επιείκειας και προειδοποιήσεων.
Έκανε λόγο για «υστερία και υπερβολές» των μέσων ενημέρωσης και επέμεινε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ στηρίζει τη συμμαχία και τη δέσμευσή της στη συλλογική άμυνα. «Ο πρόεδρος Τραμπ κατέστησε σαφές ότι στηρίζει το ΝΑΤΟ», δήλωσε ο Ρούμπιο, προσθέτοντας: «Θα μείνουμε στο ΝΑΤΟ».
Όχι όμως σε ένα οποιοδήποτε ΝΑΤΟ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ περιμένει από τους Ευρωπαίους συμμάχους να αναλάβουν κατά κύριο λόγο την ευθύνη για την ασφάλειά τους αλλά και για την Ουκρανία, καθώς η Αμερική στρέφει την προσοχή της προς την Ασία, προειδοποίησε ο Ρούμπιο. «Είναι ενάντια σε ένα ΝΑΤΟ που δεν έχει τις δυνατότητες να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η συνθήκη σε κάθε κράτος μέλος».
Ωστόσο, ο οικονομικός αντίκτυπος των δασμών, που αναμένεται να προκαλέσουν πληθωρισμό και χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη, θα καταστήσει δυσκολότερο για τους Ευρωπαίους συμμάχους να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ που σκοπεύει να θέσει ως στόχο το ΝΑΤΟ στη σύνοδό του τον Ιούλιο, πόσο μάλλον στο 5% που ζητά ο Τραμπ.
Μόνο για τη Γερμανία, που είναι και η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ο αντίκτυπος θα είναι σημαντικός, με τον υπουργό Οικονομικών της χώρας, Γιόρκ Κούκις, να προβλέπει μείωση 15% των γερμανικών εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Γερμανία θα συνεχίσει την προσπάθεια να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους με την Ουάσιγκτον, ακόμη και αν οι Βρυξέλλες απαντήσουν σθεναρά, αν και συνετά, εκ μέρους του μπλοκ.
Ωστόσο, το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο εκτιμά το πιθανό κόστος αυτών των δασμών μόνο για τη Γερμανία σε περίπου 200 δισ. ευρώ (218 δισ. δολάρια) τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Οι Ευρωπαίοι θα αναζητήσουν τώρα άλλες αγορές και περισσότερες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, όπως αυτές που έχει συνάψει το μπλοκ με τον Καναδά και το Μεξικό, αναφέρει η Μάγκι Σουίτεκ, οικονομολόγος και διευθύντρια έρευνας στο Ινστιτούτο Milken. «Υπάρχει ακόμη περιθώριο συνεργασίας με τις ΗΠΑ και τις αμερικανικές εταιρείες καθώς σκεφτόμαστε πώς να διαχειριστούμε αυτήν τη νέα κατάσταση και τη νέα αμερικανική θεωρία», σημειώνει.
Αλλά για τη Μόσχα, η οποία έχει ελάχιστες συναλλαγές, λόγω κυρώσεων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το πλήγμα των δασμών στους συμμάχους της Αμερικής αποτελεί δώρο. Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ πανηγύρισε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ για τη ζημιά που θα υποστούν.
Επικαλούμενος μια παλιά κινεζική παροιμία, σημείωσε ότι η Ρωσία θα «καθίσει δίπλα στο ποτάμι, περιμένοντας να περάσει πλέοντας το σώμα του εχθρού. Το υπό αποσύνθεση πτώμα της ευρωπαϊκής οικονομίας».
Πηγή: skai.gr